κτῆνος
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
εος, τό, (κτάομαι) mostly in plural κτήνεα, contr. κτήνη,
A flocks and herds, h.Hom.30.10, Hdt.1.50, 2.41, Pl.Criti.109c, PStrassb.98.9 (ii B.C.), SIG633.73 (Milet., ii B.C.); κ. τὰ δημιοπληθῆ A.Ag.129 (lyr.); of beasts in general, Heraclit.29; opp. ἄνθρωποι, Democr.57; of swine, Plb.12.4.14; ὑϊκὰ κ. BGU757.20 (i A.D.).
2 in sg., a single beast, as an ox or sheep, Hdt.1.132, Hp.Cord.2, X.An.5.2.3; horse or mule for riding, Ev.Luc.10.34, Act.Ap.23.24; of a domestic animal, opp. θηρίον, M.Ant.5.11. (Late dat. pl. κτῆσι PFlor.258.6, etc.)
German (Pape)
[Seite 1519] τό, = κτέανον, κτῆμα, Besitz; πάντα δὲ πύργων κτήνη πρόσθε τὰ δημιοπληθῆ μοῖρ' ἀλαπάξει Aesch. Ag. 128; – bes. der in Heerden bestehende Besitz, Zuchtvieh, Hausvieh, übh. zahmes Vieh; H. h. 29, 9; Her. 2, 41. 64; ποιμένες κτήνη πληγῇ νέμοντες Plat. Critia. 109 b; Folgde; LXX auch κτήνη προβάτων καὶ βοῶν. – In allen angeführten Stellen steht der plur. Der sing. bezeichnet ein einzelnes Stück der Heerde, Xen. An. 5, 2, 3; Luc. as. 13.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 touj. au pl. biens, richesses;
2 particul. richesses consistant en troupeaux ; troupeaux, bestiaux ; au sg. tête de bétail, particul. un bœuf ou un mouton;
NT: bête de somme.
Étymologie: κτάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτῆνος -ους, zonder contr. -εος, τό [κτάομαι] plur. vee, veestapel. sing. stuk vee, dier, beest.
Russian (Dvoretsky)
κτῆνος: εος τό
1 домашнее животное, голова скота (ὗς ἢ βοῦς ἢ ἄλλο τι κ. Xen.); pl. домашний скот (ποιμένες κτήνη νέμοντες Plat.);
2 pl. имущество, собственность (κτήνη δημιοπληθέα Aesch.).
English (Strong)
from κτάομαι; property, i.e. (specially) a domestic animal: beast.
English (Thayer)
κτήνους, τό (from κτάομαι; hence, properly, a possession, property, especially in cattle); a beast, especially a beast of burden: בְּהֵמָה, Homer hymn. 30,10; of swine in Polybius 12,4, 14.)
Greek Monolingual
και χτήνος, το (AM κτῆνος, Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν)
ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῦς ἢ ἄλλο τι κτῆνος τὸ πῡρ διαπεφευγός», Ξεν.
β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν ἐς πανδοχεῖον», ΚΔ)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) υβριστ. άνθρωπος χωρίς κανένα ευγενές κίνητρο, βάναυσος, αγροίκος, σκληρός, κακοήθης, απάνθρωπος
μσν.-αρχ.
συν. στον πληθ. τὰ κτήνη, -εα
αγέλες, κοπάδια ζώων («κτήνεά τε γὰρ τά θύσιμα πάντα τρισχίλια ἔθυσε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη- (πρβλ. ἐ-κτή-θην παθ. αόρ. του κτῶμαι) + επίθημα -νος (πρβλ. δάνος, τέμενος)].
Greek Monotonic
κτῆνος: -εος, τό (κτάομαι),
1. κυρίως στον πληθ. κτήνεα, συνηρ. κτήνη, σμήνη και κοπάδια, ο συνδυασμός των οποίων στα αρχαία χρόνια συνιστούσε ευπορία, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ηρόδ.
2. στον ενικ., λέγεται για ένα μόνο ζώο, όπως βόδι ή πρόβατο, σε Ηρόδ., Ξεν.· ζώο για ίππευση, Λατ. jumentum, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
κτῆνος: -εος, τό, (κτάομαι) τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. κτήνεα, συνῃρ. κτήνη, ἀγέλαι καὶ ποίμνια, ἃ τὸ πάλαι ἀπετέλουν τὸν πλοῦτον, Ὁμ. Ὕμ. 30. 10, Ἡρόδ. 1. 50., 2. 41, καὶ Ἀττ., πρβλ. δημιοπληθής· ἐπὶ χοίρων, Πολύβ. 12. 4, 14. 2) ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ ἑνὸς μόνου ζῲου, οἷον βοὸς ἢ προβάτου, Ἡρόδ. 1. 132, Ἱππ. 268. 32, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 3· ἐπὶ ἵππου ἢ ἡμιόνου πρὸς ἵππευσιν, Λατ. jumentum, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 34, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 24.
Middle Liddell
κτῆνος, εος, κτάομαι
1. flocks and herds, which in ancient times constituted wealth, Hhymn., Hdt.
2. in sg. a single beast, as an ox or sheep, Hdt., Xen.: a beast for riding, Lat. jumentum, NTest.
Chinese
原文音譯:ktÁnoj 克帖挪士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:獲得
字義溯源:財產,家畜,馱獸,獸,牛,寵愛的小動物,牲口;源自(κτάομαι)*=得到)
出現次數:總共(4);路(1);徒(1);林前(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 牲口(2) 路10:34; 徒23:24;
2) 牛(1) 啓18:13;
3) 獸(1) 林前15:39
Mantoulidis Etymological
πληθ. κτήνη (=κοπάδια ζώων). Ἀπό τό κτάομαι -ῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.