ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
κατέργνυμι: κατέργω, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατείρ-, Ἡρόδ.
κατέργνυμι (Α)ιων. τ. βλ. κατείργω.