τιθασευτός

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek (Liddell-Scott)

τῐθᾰσευτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., τιθασευθείς, ἐξημερωθείς, ἢ ὃν δύναταί τις, νὰ ἐξημερώσῃ Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τιθασεύω
εξημερωμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να τιθασεύσει.