κρυπτάζω
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
German (Pape)
[Seite 1515] Nebenform von κρύπτω, Sp., v. l. bei D. Sic. 4, 77.
Greek (Liddell-Scott)
κρυπτάζω: τύπος παράλληλος τῷ κρύπτω, Διόδ. 4. 77, κτλ. Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κρυπτάζω (Α)
κρύβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. του κρύπτω, κατά τα ρ. σε -άζω].