μινυός

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

German (Pape)

[Seite 188] = μινύς, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

μινυός: -όν, = μινύς, μικρός, Εὐστ. 618, 23.

Greek Monolingual

μινυός (Μ)
(κατά τον Ευστ.) μικρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται με το αμφίβολης μαρτυρίας επίθ. μινύς «μικρός, ολίγος» (βλ. λ. μινύθω)].