ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
λελιμμένος: ἴδε ἐν λέξ. λίπτω.
η, ον :part. pf. de λίπτομαι, v. λίπτω.