ξυλοφορία

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ἡ,

   A wood-carrying, Lys.Fr.325 S.    II wood-offering, LXXNe.10.34(35).

German (Pape)

[Seite 281] ἡ, das Holztragen; Lys. bei Poll. 7, 131; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοφορία: ἡ, τὸ φέρειν ξύλα, Λατ. lignatio, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 131.

Greek Monolingual

ξυλοφορία, ἡ (ΑΜ) ξυλοφόρος
μεταφορά ξύλων
αρχ.
προσφορά ξύλων («καὶ κλήρους ἐβάλομεν περὶ κλήρου ξυλοφορίας», ΠΔ).