ξυλοφόρος

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοφόρος Medium diacritics: ξυλοφόρος Low diacritics: ξυλοφόρος Capitals: ΞΥΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: xylophóros Transliteration B: xylophoros Transliteration C: ksyloforos Beta Code: culofo/ros

English (LSJ)

ξυλοφόρον,
A carrying wood, θεράποντες ξ. Dosiad.Hist.1: as substantive, wood-porter, Epicur.Fr.172, Aq.De.29.11(10).
II Subst., wood-offerer, LXX Ne.13.31.

German (Pape)

[Seite 282] Holz tragend, Ath. IV, 143 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte du bois ou un bâton.
Étymologie: ξύλον, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοφόρος: -ον, ὁ φέρων ξύλα, θεράπων ξ. Δωσιάδας παρ’ Ἀθην. 143B, πρβλ. 354C· ὡς οὐσιαστ., ὁ φέρων βακτηρίαν, Ἑβδ. (Νεεμ. ΙΓ΄, 31).

Greek Monolingual

ξυλοφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που μεταφέρει ξύλα
2. το αρσ. ως ουσ.ξυλοφόρος
α) αυτός που είχε ως επάγγελμα τη μεταφορά ξύλων
β) αυτός που προσέφερε ξύλα για θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φόρος].

Greek Monotonic

ξῠλοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει ξύλα.

Middle Liddell

ξῠλο-φόρος, ον, φέρω
carrying wood.