παρθενοπρεπής
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
German (Pape)
[Seite 521] ές, für Jungfrauen sich passend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενοπρεπής: -ές, ὁ ἁρμόζων εἰς τὰς παρθένους, Εὐσταθ. Πονημάτ. 264. 29.
Greek Monolingual
-ές, Μ
αυτός που αρμόζει σε παρθένο.
επίρρ...
παρθενοπρεπῶς Μ
με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ανδρο-πρεπής].