στρατευτέον

Revision as of 19:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

στρατευτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἐκστρατεύσῃ, κινήσῃ πόλεμον, ἐπί τινας Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 41.

Greek Monotonic

στρατευτέον: ρημ. επίθ. του στρατεύω, πρέπει κάποιος να εκστρατεύσει, να κηρύξει πόλεμο, σε Ξεν.