νηττοκτόνος
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
Greek (Liddell-Scott)
νηττοκτόνος: ὁ, ὁ φονεύων νήσσας, εἶδος ἀετοῦ, Aquila naevia, Φιλῆς περὶ ζῴων, 14. 6· - οὕτω νηττο-φόνος, ὁ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2.
Greek Monolingual
νηττοκτόνος, -ον (Μ)
βλ. νησσοκτόνος.