φανεῖμεν
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
φανεῖμεν: ἀντὶ φανείημεν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 786.
φανεῖμεν: ποιητ. αντί -είημεν. αʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του φαίνω.