σχεδιουργός

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ὁ,

   A raft-builder, Them.Or.26.316b.

German (Pape)

[Seite 1054] ὁ, der Flöße verfertigt, Themist.

Greek (Liddell-Scott)

σχεδιουργός: ὁ, (σχεδία, *ἔργω) ὁ κατασκευάζων σχεδίας, Θεμίστ. 316Β.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει σχεδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδία + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ιστ-ουργός].