κρεοθήκη

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ἡ,

   A larder, Hsch. s.v. κρήϊνον.

Greek (Liddell-Scott)

κρεοθήκη: ἡ, τόπος πρὸς ἐναπόθεσιν κρέατος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κρήϊνον· ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.

Greek Monolingual

κρεοθήκη, ἡ (Α)
μέρος όπου φυλάγεται το κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -θήκη (< τίθημί), πρβλ. βιβλιο-θήκη, πινακο-θήκη.