ἐνοχοποιός
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
όν,
A creating obligations, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοχοποιός: ὁ, ὁ ἐνοχοποιῶν τινα, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-όν obligatorio, vinculante, Gloss.2.299.