προσωποειδής

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290

Greek (Liddell-Scott)

προσωποειδής: -ές, ὁ, ὅμοιος πρὸς πρόσωπον ἢ πρὸς ἄνθρωπον, Τζέτζ. Ἐξηγ. Ἰλ. σ. 70, 20.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που μοιάζει με πρόσωπο, με άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο(ν) + -ειδής].