προσωποειδής

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek (Liddell-Scott)

προσωποειδής: -ές, ὁ, ὅμοιος πρὸς πρόσωπον ἢ πρὸς ἄνθρωπον, Τζέτζ. Ἐξηγ. Ἰλ. σ. 70, 20.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που μοιάζει με πρόσωπο, με άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο(ν) + -ειδής].

German (Pape)

ές, wie ein Gesicht gestaltet, Tzetz. exeg. Il. p. 70.