[Seite 586] zerfließen, Wyttenb. Conj. Plut. san. tuend. p. 406.
διαλείβομαι: παθ., ῥέω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Πλούτ. 2. 136Β Wyttenb.
seul. part. prés.couler dans des directions différentes.Étymologie: διά, λείβω.