διαλείβομαι

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

German (Pape)

[Seite 586] zerfließen, Wyttenb. Conj. Plut. san. tuend. p. 406.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
couler dans des directions différentes.
Étymologie: διά, λείβω.

Russian (Dvoretsky)

διαλείβομαι: течь в разные стороны, растекаться Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διαλείβομαι: παθ., ῥέω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Πλούτ. 2. 136Β Wyttenb.

Spanish (DGE)

derramarse, fluir ὑπονόμους ὀρύσσοντες καὶ τέμνοντές τινας διώρυχας συνάγουσι τὸ ἐκ τούτων διαλειβόμενον ὕδωρ Alex.Aphr.in Mete.56.11.

Greek Monolingual

διαλείβομαι (Α)
διαχύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + λείβομαι του λείβω «χύνω»].