σπερματοθήκη

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτοθήκη: ἡ, ἀποθήκη σπερμάτων, σιτοβολών, Ψελλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜ και σπερμοθήκη, Ν
νεοελλ.
1. ζωολ. θυλακοειδές όργανο τών θηλυκών και ερμαφρόδιτων ασπονδυλων, αναλογικό προς τις γεννητικές οδούς ορισμένων θηλυκών ζώων στο οποίο συσσωρεύεται το σπέρμα του αρσενικού και διατηρείται ζωντανό και γόνιμο στο υγρό της σπερματοθήκης για μακρά χρονική περίοδο, αλλ. σπερματικός υποδοχέας
2. βοτ. το μέρος του φυτού ή του καρπού του στο οποίο περικλείονται τα σπέρματα
μσν.
σιταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + θήκη. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. spermatotheca].