οδούς

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀδούς, -όντος, Α ιων. τ. ὀδών)
1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ.
β. «ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.)
2. κυλινδροειδής απόφυση του δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε έτσι από το σχήμα της
3. φρ. («οφθαλμόν αντί οφθαλμού και) οδόντα αντί οδόντος» — άμεση και σκληρή εκδίκηση
νεοελλ.
φρ. «οπλισμένος μέχρις οδόντων» — πολύ καλά και πλήρως οπλισμένος, πάνοπλος
φρ. α) «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» — το κροτάλισμα τών δοντιών που οφείλεται στο ψύχος ή στον φόβο
β) «ὀδόντες ὀξεῖς» και «ὀδόντες πλατεῖς» — τα πρόσθια και οπίσθια δόντια, αντίστοιχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ὀδών / ὀδούς, -όντος εμφανίζουν θέμα οδ- / εδ- (πρβλ. ἔδοντες) και συνδέονται πιθ. με αρμ. atamn, παρά τις μορφολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει ο αρμ. τ. Δύο είναι οι επικρατέστερες ετυμολ. για τη λ.: α) να θεωρηθεί μτχ. του ἔδω «τρώω», αναγόμενη στη μηδενισμένη βαθμίδα (-δ-) της ρίζας ed- (-δ-ών). Η απαθής βαθμίδα της μαρτυρείται στον τ. ἔδ-οντες (πρβλ. ἐών: ὤν μτχ. του εἰμί). Απορίες ωστόσο γεννά το αρκτικό ο
του ὀδών, που είτε αποτελεί ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος εδ- είτε είναι προϊόν αφομοιώσεως του ε- (ἔδοντες) σε ο- (πρβλ. και ὀδύνη: ἐδύνα)
β) να θεωρηθεί το αρκτικό φωνήεν - της λ. πρόθεση (πρβλ. οβελός) και το θέμα -δών, -δόντος, όπως και οι αντίστοιχοι τ. τών υπόλοιπων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. λατ. dens, dentis, αρχ. ινδ. dan, datah, αρχ. γερμ. zand, αρχ. ιρλδ. det, γαλατ. dant, λιθουαν. dantis), να αναχθούν σε ΙΕ ρίζα den-t- / don-t
/ dņt παράλληλη της den-k
/ dņk- του ρ. δάκνω «δαγκώνω» (πρβλ. αρχ. ινδ. dasati). Η λ. ὀδών μαρτυρείται έμμεσα και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή επιθ. odatuweta / odatweta = ὀδάτFεντα με σημ. «στολίσματα δοντιών, κοσμήματα με οδοντωτή μορφή», ενώ οι τ. odakuweta / odakeweta οφείλονται πιθ. σε ανομοιωτική τροπή του -τσε -κ- (πρβλ. ὀδάξ). Αρχικός θεωρείται ο τ. ὀδών, ενώ ο τ. ὀδούς σχηματίστηκε υστερογενώς, αναλογικά προς τις μτχ. του τύπου δι-δούς. Ο τ. ὀδών εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -ωδων, με τροπή του -ο- σε -ω- λόγω του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ., τέλος, εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στα νωδός, αἱμωδέω. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται ο λόγιος (στην επιστήμη) τ. οδούς και ο τ. δόντι με σίγηση του αρκτ. άτονου ο
(πρβλ. οφρύς: φρύδι).Σύνθ. και παρ. του οδούς.
ΠΑΡ. οδοντικός, οδοντώ(-ώνω)
αρχ.
οδοντάριον, οδοντίζω, οδοντίς
αρχ.-μσν.
οδοντιώ
μσν.
οδοντάς, οδοντίας, οδόντιον
νεοελλ.
οδοντίνη, οδοντίτιδα, οδοντώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οδοντάγρα, οδονταλγώ, οδοντογλυφίς(-ίδα), οδοντοειδής, οδοντοξέστης, οδοντότριμμα, οδοντοφόρος, οδοντοφυώ
αρχ.
οδοντόγλυφον, οδοντόκερας, οδοντοξυστήρ, οδοντοποιώ, οδοντοτύραννος, οδοντοφυής
μσν.
οδονταγωγόν, οδοντοβολώ, οδοντομάχης, οδοντοπονία
μσν.- νεοελλ.
οδοντόσμηγμα
νεοελλ.
οδόβαινος, οδοκοιλεύς, οδόντασπις, οδοντατροφία, οδοντίατρος, οδοντοβλάστη, οδοντόβουρτσα, οδοντογένεση, οδοντόγλωσσο, οδοντόγναθα, οδοντογονία, οδοντογραφία, οδοντογράφος, οδοντοδυνία, οδοντοθεραπεία, οδοντοκεραμεική, οδοντοκήλη, οδοντοκήτη, οδοντόκλαση, οδοντοκλάοτης, οδοντοκοιλία, οδοντοκονία, οδοντόκονις, οδοντοκοσμητικό, οδοντόκρεμα, οδοντολαδίδα, οδοντόλιθος, οδοντολογία, οδοντολόγος, οδοντολοξία, οδοντόμετρο, οδοντομήλη, οδοντοπάθεια, οδοντόπαστα, οδοντοπεριόστεο, οδοντόπλυμα, οδοντόπονος, οδοντοπρόφερτος, οδοντοπώμασμα, οδοντορθωσία, οδοντορραγία, οδοντορραμφή, οδοντοσάπων, οδοντοσκευασία, οδοντόσκονη, οδοντοσκόπιο, οδοντοσμηκτικός, οδοντόσπερμο, οδοντοστοιχία, οδοντοστοματολογία, οδοντοσφράγιση, οδοντοσφράγισμα, οδοντοτεχνίτης, οδοντότρηση, οδοντοτριδή, οδοντοτριπτικός, οδοντοφατνιακός, οδοντοφύραμα, οδοντόφωνος, οδοντόψηκτρα. (Β' συνθετικό σε -όδων / -ώδων) αρχ. αμφόδων / -ώδων, ανόδων, αργιόδων, εξώδων, εριώδων, καρχαρόδων, κυνόδων, λαγώδων, προόδων / -ώδων, συνόδων, χαυλιόδων. (Β' συνθετικό σε -όδους) αραιόδους, κυνόδους, μεγαλόδους, μονόδους, μυλόδους, χαυλιόδους
αρχ.
αγκυλόδους, αργιόδους, διόδους, καρχαρόδους, κρατερόδους, μυριόδους, οξυόδους, πολυόδους, προόδους, πυκνόδους, συνόδους, τραχυόδους, τριόδους, χαλκόδους, χρυσεόδους
νεοελλ.
ανόδους, γιγαντόδους, ελεφαντόδους, θηκόδους, λευκόδους, μικρόδους].