εὑρεσίλογος

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

German (Pape)

[Seite 1092] (s. über den Accent Lob. zu Phryn. 770), geschickt im Auffinden u. Ersinnen von Gründen u. Worten, beredt, D. L. 4, 37 ἦν εὑρεσιλογώτατος ἀπαντῆσαι εὐστόχως; VLL. erkl. φλύαρος.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρεσίλογος: -ον, ἐφευρίσκων λέξεις, ἔχων μέγα πλῆθος λέξεων, Διογ. Λ. 4. 37, πρβλ. Wyttenb. ἐν Πλουτ. 2. 31Ε. - Φέρεται εὑρησίλογος ἐν Ἀντιγράφοις, Λοβέκ. ἐν Φρυν. 446. - Ὁ τύπος εὑρεσιλόγος ἐσφαλμένος, ἴδε Χατζ. ἐν «Ἑλέγχ. καὶ Κρίσ.» σ. 520 παραπέμποντα εἰς Wilamowitz καὶ Κόντον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τόμ. ε΄, σ. 73. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὑρεσίλογος· φλύαρος».

Greek Monolingual

εὑρεσίλογος, -ον (Α)
βλ. ευρησίλογος.