ῥαιβοσκελής

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ές, (σκέλος)

   A bandy-legged, πάγουρος AP6.196 (Stat. Flacc.).

German (Pape)

[Seite 832] ές, mit einwärts gebogenen Füßen, vom Krebs, Flacc. 4 (VI, 196).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαιβοσκελής: -ές, (σκέλος) ὁ ἔχων τὰ σκέλη ῥαιβά, καμπύλα πρὸς τὸ ἔνδον, «στραβοπόδης», πάγουρος Ἀνθολ. Π. 6. 196.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux jambes tortues, cagneux.
Étymologie: ῥαιβός, σκέλος.