δευτερόκλιτος

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

German (Pape)

[Seite 553] von der 2. Deklination, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

δευτερόκλιτος: -ον, τῆς δευτέρας κλίσεως, Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ον (AM δευτερόκλιτος, -ον)
(για ονόματα) αυτός που ανήκει στη δεύτερη κλίση της αρχαίας ελληνικής γραμματικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό Φιλίστωρ].