δευτερόκλιτος
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
German (Pape)
[Seite 553] von der 2. Deklination, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
δευτερόκλιτος: -ον, τῆς δευτέρας κλίσεως, Γραμμ.
Greek Monolingual
-η, -ον (AM δευτερόκλιτος, -ον)
(για ονόματα) αυτός που ανήκει στη δεύτερη κλίση της αρχαίας ελληνικής γραμματικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό Φιλίστωρ].