μακρόθι

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

Adv.

   A at a distance, Tz.H.8.137.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόθι: Ἐπίρρ. (μακρὸς) μακράν, εἰς ἀπόστασιν, μακρόθι κεῖται Τζέτζ. Ἱστ. 8. 137.

Greek Monolingual

μακρόθι (Μ)
επίρρ. σε μεγάλη απόσταση, μακριάμακρόθι κεῑται», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. αλλαχό-θι)].