A crashing, roar, Opp.H.5.243.
German (Pape)
[Seite 910] ἡ, das Dröhnen, Brausen, Rauschen, Opp. Hal. 5, 243.
Greek (Liddell-Scott)
σμᾰρᾰγή: ἡ, κρότος ἰσχυρός, πάταγος, βροντή, Ὀππ. Ἁλ. 5. 245.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ισχυρός κρότος, πάταγος, βροντή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμαραγῶ].