ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
[Seite 711] = simplex, D. L. 9, 1.
ἐγκῠβερνάω: κυβερνῶ, Διογ. Λ. 9. 1.
náut. guiar la nave en, adueñarse de ἢ οἷον ἄνεμος ἱστίοισι ἐγκυβερνέῃ Aret.SD 1.3.1.