φιλιστορία
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek (Liddell-Scott)
φῐλιστορία: ἡ, φιλομάθεια, Γρηγ. παρὰ Βασιλ. τόμ. 1, σελ. 320C.
Greek Monolingual
ἡ, Α φιλίστωρ, -ορος]
φιλομάθεια.