φιλιστορία

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek (Liddell-Scott)

φῐλιστορία: ἡ, φιλομάθεια, Γρηγ. παρὰ Βασιλ. τόμ. 1, σελ. 320C.

Greek Monolingual

ἡ, Α φιλίστωρ, -ορος]
φιλομάθεια.