πηρώνυμος

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ον, (πήρα, ὄνομα)

   A named after a wallet, gloss on οὐλαδώνυμος, Tz.ad Lyc.183.

German (Pape)

[Seite 611] nach dem Ränzel benannt, Schol. Lycophr. 183.

Greek (Liddell-Scott)

πηρώνῠμος: -ον, (πήρα, ὄνομα) σακκώνυμος, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Οὐλαμωνύμου.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έλαβε το όνομά του από την πήρα, από το σακούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. σακκ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].