ὑγιαστήριον
From LSJ
Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis
English (LSJ)
τό,
A hospital, BGU1564.7 (ii A. D.), Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγιαστήριον: τό, θεραπευτήριον, νοσοκομεῖον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
θεραπευτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιάζω + κατάλ. -τήριον].