ἀκεκρυμμένως
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεκρυμμένως: μὴ κεκρυμμένως, φανερῶς, Γρηγόρ. Νύσσ. τόμ. 1. σ. 709.
Spanish (DGE)
adv. sin secreto, abiertamente Gr.Nyss.Hom in Cant.465.9 (var.).