προπωλητής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = foreg., PGrenf. 1.36.8(i B.C.), PAmh.2.51.28(i B.C.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
προπωλητής: προπώλης, Πάπυρ. Leid N. II 12. M. II 6.
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ήτρια, ΝΑ προλωλῶ
νεοελλ.
άτομο που προπωλεί προϊόντα από πριν, δηλαδή προτού είναι έτοιμα για παράδοση
αρχ.
μεσίτης, προπώλης.