προπωλητής

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = foreg., PGrenf. 1.36.8(i B.C.), PAmh.2.51.28(i B.C.).

German (Pape)

[Seite 742] ὁ, = προπώλης, Inscr. Aeg. Papyr. Böckh p. 5.

Greek (Liddell-Scott)

προπωλητής: προπώλης, Πάπυρ. Leid N. II 12. M. II 6.

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ήτρια, ΝΑ προλωλῶ
νεοελλ.
άτομο που προπωλεί προϊόντα από πριν, δηλαδή προτού είναι έτοιμα για παράδοση
αρχ.
μεσίτης, προπώλης.