προπώλης

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπώλης Medium diacritics: προπώλης Low diacritics: προπώλης Capitals: ΠΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: propṓlēs Transliteration B: propōlēs Transliteration C: propolis Beta Code: propw/lhs

English (LSJ)

προπώλου, ὁ, one who buys for another or negotiates a sale, broker, Ar.Fr.707a, Poll.7.12, Vett.Val.4.23.

German (Pape)

[Seite 742] ὁ, Vorkäufer, Unterhändler beim Kauf, Ar. bei Poll. 7, 12.

Russian (Dvoretsky)

προπώλης: ου ὁ торговый посредник Arph.

Greek (Liddell-Scott)

προπώλης: -ου, ὁ, ὁ διαπραγματευόμενος τὴν πώλησίν τινος πράγματος, μεσίτης πωλήσεως, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 669, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 11 κἑξ., οὕτω, προπωλητής, οῦ, ὁ, ἐν Αἰγυπτ. παπύρῳ ἐκδοθέντι ὑπὸ τοῦ Böckh σ. 5.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που πουλάει κάτι ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό τρίτου ή αυτός που προμηθεύει αγοραστές στον πωλητή, ο μεσίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -πώλης].