ἀδεισίθεος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ον,
A impious, λογισμοί Orac. ap. Jul.Ep.88; ἄνδρος Procl.H.3.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδεισίθεος: -ον, ἀσεβής, ὁ θεὸν μὴ φοβούμενος, «ἀθεόφοβος», λογισμοί, Χρησμ. παρ’ Ἰουλ. 297D.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
impío, que no teme a los dioses ἄνδρες Procl.H.3.12, λογισμοί Orác. en Iul.Ep.88.451a.