κραγόν

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰγόν: Ἀριστοφ. Ἱππ. 487, ἴδε ἐν λέξ. κράζω.

Greek Monolingual

κραγόν (AM, Α και κράγον)
επίρρ. με κραυγή, με ξεφωνητό («διαθαλεῑ ἡμᾱς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. του κραγός, που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., του οποίου αποτελεί σύστοιχο αντικείμενο (πρβλ. βάδον, βαδίζει)].