ἀνέπαφος

Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A untouched, unharmed, ἀ. παρέχειν τι D.35.24, cf. Syngr.ib.11; ἀ. σώματα not liable to seizure, Men. Per.8; ἐλευθέρα ἔστω καί ἀ. GDI1532, cf. Thphr.Fr.97.2, IG2.584c, BGU193.19 (ii A.D.); ὑποθήκη PHamb.28.8 (ii B.C.); unencumbered, οἰκία PThcad.1.12 (iv A.D.): c. gen., unharmed by, ὕβρεως M.Ant.3.4. Adv. -φως Suid.

German (Pape)

[Seite 224] unberührt, unverletzt, s. Men. bei Suid.; bei Dem. vom unversehrt zu erhaltenden Unterpfande, ὑποθήκη u. ὑποκείμενα, 35, 4. 56, 38, in einem Contracte; ὕβρεως, von Mißhandlungen, Ant. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέπαφος: -ον, (ἐπαφή) = ἄθικτος, ἀβλαβής, ὡς καὶ νῦν, ἀν. παρέχειν τι, rem integram praestare, Δημ. 931. 5, πρβλ. 926. 20· ἀνέπ. σώματα, ἐπὶ δούλων (πρβλ. ἀνέφαπτος), Μενάνδ. ἐν «Περινθίᾳ»8 («ἀνέπαφον: ἀνεύθυνον, καθαρόν, ἀθιγές, ἀψηλάφητον» Σουΐδ.)· ἐλευθέρα ἔστω καὶ ἀν. Ἐπιγρ. Δελφ. 39. 26: - μετ. γεν., πάσης ὕβρεως ἀνέπαφον Μ. Ἀντων. 3. 4. - Ἐπίρρ. -φως, ἀψαύστως, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à qui ou à quoi l’on ne touche pas.
Étymologie: ἀ, ἐπαφή.