ἄθικτος
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ἄθικτον,
A untouched: mostly c. gen., untouched by a thing, ἀκτῖνος ἄ. S. Tr.686; ἄθικτος ἡγητῆρος Id.OC1521, etc.; κερδῶν ἄθικτον βουλευτήριον = untouched by gain, i.e. incorruptible, A.Eu.704, cf. Plu.Cim.10: c. dat., νόσοις ἄθικτος A.Supp.561; ἄ. ὑπὸ τοῦ χρόνου Plu. Per.13.
2 chaste, virgin, κόραι Ion Trag.ΙΙ; εὐνή E.Hel.795, cf. Arar.14; ἄθικτα ἅμματα παρθενίης Epigr.Gr.248.8 (Phryg.); ἄ. εἰς Κυθηρίην σφρηγίς Herod.1.55: of substances, ἄθικτον θεῖον, virgin sulphur, Ps.-Democr.Alch.p.45B.
3 not to be touched, holy, τὸν ἄθικτον γᾶς ὀμφαλόν, of Delphi, S.OT897; ἄθικτος οὐδ' οἰκητὸς [ὁ χῶρος] Id.OC39; ἄθικτα = holy things, A.Ag.371, S.OT891.
4 not to be touched, abominable, EM25.10.
II Act., not touching, c. gen., Call.Dian.201.
Spanish (DGE)
-ον
I no tocado c. gen. subjet. ἄ. ἀκτίνος S.Tr.686, κερδῶν ἄ. incorruptible A.Eu.704, ἑνὸς (λέχους) δ' ἄ. E.Hipp.1002, cf. Plu.Cim.10, ἄ. ὑπὸ τοῦ χρόνου Plu.Per.13
•equiv. a sin ἄ. ἡγητῆρος sin guía S.OC 1521, τῶν κακῶν D.S.19.18
•c. dat. νόσοις A.Supp.561
•gener. intacto, virgen κόραι Io Trag.11, εὐνή E.Hel.795, cf. Arar.14, Herod.1.55, ἄθικτα ... ἅμματα παρθενίης los lazos intactos de la doncellez, AP 7.164 (Antip.Sid.), cf. GVI 1870.7 (Filomelión, Frigia I a.C.), ἄ. ... οὖσαν (τὴν χώραν) siendo la región inviolada Plu.Ages.31
•de frutos intacto, en buen estado ἐλαία Gp.9.28.1, καρπός SB 7202.68 (III a.C.), σπόρος BGU 1773.13 (I a.C.), ἄ. θεῖον azufre virgen Ps.Democr.p.45.
II 1inaccesible ἄ. καὶ ὄψει καὶ ψαύσει Hp.Vict.1.10.
2 intocable, inviolable, sagrado ἄ. ... γᾶς ... ὀμφαλόν S.OT 897, cf. OC 39, σύμβολα ἱερὰ καὶ κόσμος ἄ. Them.Or.11.142a
•neutr. plu. ἄθικτα = las cosas sagradas A.A.371, S.OT 891, τὰ ἄθικτα ἀρχεῖα Ign.Phil.8.2.
3 intocable, impuro, EM α 379.
III que no toca μύρτοιο δὲ χεῖρες ἄθικτοι Call.Dian.201.
German (Pape)
[Seite 46] dasselbe, νόσοις Aesch. Suppl. 556; ἡ παρθένος Araros B. A. 82, u. so, jungfräulich, ἅμματα παρθενίης Ant. S. 85 (VII, 164); nicht zu berühren, heilig, Aesch. Ag. 362; χῶρος Soph. O. C. 39; τῶν ἀθίκτων ἕξεται O. R. 891; γᾶς ὄμφαλον 897. Mit dem gen., wo es auch act., nicht berührend, fein kann, κερδῶν, d. i. nicht zu bestechen, Aesch. Eum. 674; ἡγητῆρος, d. i. ohne Führer, Soph. O. C. 1517; Eur. Hippol. 1006. Oft bei Plut., κακίας Num. 20; δωροδοκίας Cic. 10; aber auch dat., Pomp. 23; ὑπὸ τοῦ πυρός Pyrrh. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 non touché, non atteint : τινος, τινι, ὑπό τινος par qch;
2 qui ne peut être touché, sacré, saint;
II. qui ne touche pas à, gén. : ἄθικτος κερδῶν ESCHL qui ne touche pas à l'argent, incorruptible.
Étymologie: ἀ, θιγγάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἄθικτος:
1 досл. нетронутый, незадетый, перен. незапятнанный (τὸ σῶμα καὶ τὸ ἦθος καθαρὸν καὶ ἄθικτον Plut.): ἀδῄωτος καὶ ἄ. χώρα Plut. область, уцелевшая от разорения; ἄ. τινος Soph., Plut., τινι Aesch. и ὑπό τινος Plut. нетронутый кем(чем)-л., недоступный для чего-л.; ἄ. κερδῶν Aesch. и ἄ. δωροδοκίας Plut. неподкупный;
2 неприкосновенный, заповедный, священный (χῶρος Soph.; ἱερά Plut.): τὰ ἄθικτα Aesch., Soph. священные предметы, святыни.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθικτος: -ον, ὁ μὴ ἐγγιχθείς, μὴ ψαυσθείς, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν. = μὴ ψαυσθεὶς ὑπό τινος πράγματος, ἀκτῖνος ἀθ., Σοφ. Τρ. 686· ἄθ. ἡγητῆρος, ὁ αὐτ. Ο.Κ. 1521, κτλ.· - κερδῶν ἄθικτον βουλευτήριον, μὴ διαφθειρόμενον ὑπὸ κέρδους = ἀδωροδόκητον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 704· πρβλ. Πλουτ. Κίμ. 10· ὡσαύτως μ. δοτ. νόσοις ἄθ., Αἰσχύλ. Ἱκ. 561· ἄθ. ὑπὸ τοῦ χρόνου, Πλουτ. Περικλ. 13. 2) ἀνέπαφος, ἁγνός, παρθένος, Ἀραρὼς ἐν «Πανὸς γοναῖς» 2· πρβλ. ἄθ. ἅμματα παρθενίης, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 248. 8. 3) ὁ μὴ ἐγγιζόμενος, ὃν δὲν πρέπει τις νὰ ἐγγίσῃ, ἱερός, ἅγιος· τὸν ἄθ. γᾶς ὀμφαλόν, περὶ τῶν Δελφῶν, Σοφ. Ο. Τ. 899· ἄθ. οὐδ’ οἰκητὸς [ὁ χῶρος], ὁ αὐτ. Ο. Κ. 39· ἄθικτα, = ἱερὰ πράγματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 371. Σοφ. Ο. Τ. 891. ΙΙ. ἐνέργ. ὁ μὴ ψαύων ἢ ἐγγίζων, μ. γεν. Καλλ. Ἄρτεμ. 201.
Greek Monotonic
ἄθικτος: -ον (θιγγάνω),
1. ανέγγιχτος· με γεν., ανέπαφος από κάτι, σε Σοφ.· κερδῶν ἄθικτον βουλευτήριον, αδιάφθορο από κέρδος, όφελος, δηλ. αδωροδόκητο, αδέκαστο, σε Αισχύλ.· επίσης με δοτ., νόσοις ἄθικτος, στον ίδ.
2. αυτός που δεν πρέπει να αγγιχτεί, άγιος, ιερός, λέγεται για τους Δελφούς, σε Σοφ.· ἄθικτα, ιερά πράγματα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
θιγγάνω
1. untouched: c. gen. untouched by a thing, Soph.; κερδῶν ἄθικτον βουλευτήριον untouched by gain, i. e. incorruptible, Aesch.; also c. dat., νόσοις ἄθ. Aesch.
2. not to be touched, holy, sacred, of Delphi, Soph.; ἄθικτα holy things, Aesch.
English (Woodhouse)
pure, undefiled, untouched by thought of gain
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού δέν τόν ἄγγιξε κανείς, ἀνέπαφος, ἁγνός), ἀπό τό α στερητ. + θιγγάνω (=ἀγγίζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό θιγγάνω.
Translations
Czech: nedotčený; Danish: uberørt, urørt; Finnish: koskematon, neitseellinen, vahingoittumaton; French: intouché; Greek: άθικτος; Ancient Greek: ἄθικτος; Hungarian: érintetlen; Maori: tikitū; Norwegian Bokmål: uberørt, urørt; Nynorsk: urørt; Occitan: intocat; Russian: нетронутый
Translations
untouchable
Bulgarian: недосегаем, неприкосновен; Catalan: intocable; Esperanto: netuŝebla; Finnish: koskematon; French: intouchable; German: unantastbar; Ancient Greek: ἄαπτος, ἀθίγγανος, ἄθικτος, ἀνέπαφος, ἀπρόσψαυστος, ἀπροσπέλαστος, ἀψηλάφητος; Hungarian: érinthetetlen; Italian: intoccabile; Polish: niedotykalny; Portuguese: intocável; Russian: неприкасаемый, неприкосновенный; Serbo-Croatian Cyrillic: недодѝрљив; Roman: nedodìrljiv; Spanish: intocable; Swedish: oantastlig; Telugu: అంటరాని