λευκοσώματος

Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον,

   A of white substance, ἄρτοι Antiph.176.3.

German (Pape)

[Seite 35] mit weißem Körper, weiß, ἄρτος, Antiphan. bei Ath. III, 112 d.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοσώμᾰτος: -ον, ἐκ λευκῆς οὐσίας συγκείμενος, ἄρτοι Ἀντιφ. ἐν «Ὀμφ.» 1.

Greek Monolingual

λευκοσώματος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από λευκή ουσία.