λευκοσώματος

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοσώμᾰτος Medium diacritics: λευκοσώματος Low diacritics: λευκοσώματος Capitals: ΛΕΥΚΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: leukosṓmatos Transliteration B: leukosōmatos Transliteration C: lefkosomatos Beta Code: leukosw/matos

English (LSJ)

λευκοσώματον, of white substance, ἄρτοι Antiph.176.3.

German (Pape)

[Seite 35] mit weißem Körper, weiß, ἄρτος, Antiphan. bei Ath. III, 112 d.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοσώμᾰτος: -ον, ἐκ λευκῆς οὐσίας συγκείμενος, ἄρτοι Ἀντιφ. ἐν «Ὀμφ.» 1.

Greek Monolingual

λευκοσώματος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από λευκή ουσία.