μελῳδικός

Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ή, όν,

   A by means of melody, πειθώ Aristid.Quint.2.10.

German (Pape)

[Seite 129] ή, όν, die Melodie betreffend, melodisch, Arist. Quint.

Greek (Liddell-Scott)

μελῳδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μελῳδίαν, Ἀριστείδ. Κοϊντιλιαν. σ. 88· ᾆσμα Ἰω. Κλίμακ. 893A.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM μελῳδικός, -ή, -όν) μελωδός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελωδία ή αυτός που έχει μελωδία («μελωδική φωνή»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μελωδικόν
γλυκό και ευχάριστο τραγούδι.
επίρρ...
μελωδικώς και -ά (ΑM μελῳδικῶς)
με μελωδία.