πατρόδοτος

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

German (Pape)

[Seite 536] späteres Wort, = Folgdm, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

πατρόδοτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Εὐσ. ἐν Maittair. Misc. σ.139.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που δόθηκε ή παραδόθηκε από τον πατέρα, πατροπαράδοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -δοτος (< δοτός < δίδωμι), πρβλ. θεό-δοτος].