θλασπίδιον

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source

German (Pape)

[Seite 1212] τό, dim. zum Folgdn, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

θλασπίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θλάσπις, ἴδε Διοσκ. 2. 186.

Greek Monolingual

θλασπίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του θλάσπις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θλάσπις].