θλασπίδιον
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1212] τό, dim. zum Folgdn, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
θλασπίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θλάσπις, ἴδε Διοσκ. 2. 186.
Greek Monolingual
θλασπίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του θλάσπις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θλάσπις].
[Seite 1212] τό, dim. zum Folgdn, Diosc.
θλασπίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θλάσπις, ἴδε Διοσκ. 2. 186.
θλασπίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του θλάσπις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θλάσπις].