ἀποδικάζω
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
A acquit, opp. καταδικάζω, Antipho 6.47, Arist.Pol.1268b18; ἀ. δίκην Critias 71 D., PPetr.3p.44 (iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδῐκάζω: ἀθῳώνω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καταδικάζω, Ἀντιφῶν 147. 5, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 15· ἀπ. δίκην Κριτίας παρὰ Πολυδ. Η΄, 25.
Spanish (DGE)
absolver τὴν δίκην Critias B 71, PGurob 2.49 (III a.C.), Polyaen.3.9.15
•abs. ICr.4.22B (VII/VI a.C.)
•Antipho 6.47, Arist.Pol.1268b18, Gloss.2.236.