τρυγαβόλιον
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγᾱβόλιον: τό, τόπος πρὸς διατήρησιν ξηρῶν ὀπωρῶν, «τρυγαβόλια· εἰς ἃ καρποὺς ξηροὺς ἀπετίθεντο» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και δ. γρφ
τρυγηβόλιον, τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αποθήκη διατήρησης ξηρών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -βόλιον (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. σιτο-βόλιον (για τη σημ. της λ. βλ. λ. τρυγώ)].