ἀντιπεριτρέπω
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπεριτρέπω: περιτρέπω εἰς τὸ ἐναντίον, Ζαχ. Μύτιλ. Διαλ. σ. 192. 2 ἐν τέλει.
Spanish (DGE)
1 tr. en v. act. oponer a su vez ἐγὼ ... ὑμῖν τοῦτό γε ἀντιπεριτρέψω Zach.Mit.Opif.M.85.1088A.
2 intr. en v. med.-pas. volverse contra c. dat. ἀντιπεριτραπείσης αὐτοῖς τῆς ἰδίας κακουργίας Leont.H.Nest.M.86.1405A.