νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
ἀνάβωνες: «βαθμοῦ εἶδος», Ἡσύχ.
βαθμοῦ εἶδος Hsch., cf. ἄμβων.