ἐντεομήστωρ
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
A v. ἐντεσιμήστωρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεομήστωρ: «ὅπλων ἔμπειρος» Ἡσύχ., πρβλ. ἐντεσιμήστωρ.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ experto con las armas Hsch.