νόθειος

From LSJ
Revision as of 00:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek (Liddell-Scott)

νόθειος: -α, -ον, ὁ τοῦ νόθου ἢ ἀνήκων εἰς νόθον· τὰ νόθεια ἢ νοθεῖα (ἐξυπακ. χρήματα), ἡ κληρονομία νόθου, Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1656· «νοθεῖα: τὰ τοῖς νόθοις ἐκ τῶν πατρῴων διδόμενα οὕτω καλεῖται, ἦν δὲ μέχρι χιλίων δραχμῶν» Ἁρποκρ. ἐν λέξ.

Russian (Dvoretsky)

νόθειος: принадлежащий внебрачному ребенку или предназначенный для внебрачных детей (χρήματα Arph.).