γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
Παιωνιάς: -άδος, ἡ, ἴδε ἐν λ. Παιώνιος.
Παιωνιάς: -άδος, ἡ, βλ. Παιώνιος.